Ο κατώτατος μισθός πρέπει να ανέλθει στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης (809 ευρώ) για να μπορέσει να διασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης στον έλληνα εργαζόμενο.
Η ακρίβεια καλπάζει στη χώρα τελευταία, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 5,1% τον Δεκέμβριο ενώ μεγάλες ανατιμήσεις καταγράφονται κυρίως σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης αλλά και στους λογαριασμούς ενέργειας.
Ως αποτέλεσμα, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μειώνεται, το πραγματικό τους διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώνεται και το βιοτικό τους επίπεδο υποβαθμίζεται.
Το ζήτημα της οικονομικής σταθερότητας και της ευημερίας του συνόλου της κοινωνίας και όχι μόνο ενός τμήματός της, επανέρχεται εκ νέου.
Στο πλαίσιο αυτό επανήλθε στην επικαιρότητα και το θέμα του κατώτατου μισθού μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι θα έρθει νωρίτερα η δεύτερη αύξησή του το 2022.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο βασικός σκοπός της ύπαρξης του κατώτατου μισθού είναι η ουσιαστική προστασία των εργαζομένων από ένα ύψος τόσο χαμηλής αμοιβής που τελικά δεν τους διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Ορίζει αυτό που είναι κοινωνικά αποδεκτό στις σύγχρονες δημοκρατίες και προστατεύει ουσιαστικά ένα τμήμα της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση.
Δεν είναι μέσο ελαχιστοποίησης του επιχειρηματικού κόστους όπως κάποιοι ισχυρίζονται.
Το υφιστάμενο όμως ύψος του και η αναμενόμενη νέα μικρή ονομαστική του αύξηση μέσα στο 2022 κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και οδηγούν στην υπονόμευση του ίδιου του θεσμού.
Σίγουρα πάντως δεν εγγυώνται αξιοπρεπή διαβίωση για τον εργαζόμενο που το λαμβάνει και για την οικογένειά του.
Από την 1η Ιανουαρίου ισχύει η αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό, ο οποίος διαμορφώνεται στα 663 ευρώ μικτά και μέσα στον χρόνο θα γίνει και μια δεύτερη. Το ύψος της δεν είναι ακόμη γνωστό. Θα το μάθουμε στο τέλος Απριλίου συγκεκριμένα. Είναι όμως βέβαιο πως η τελική συνολική του αύξηση δεν θα είναι διπλάσια του ποσοστού ανάπτυξης της χώρας όπως είχε δεσμευτεί ο πρωθυπουργός (δηλ. 16% με ποσοστό ανάπτυξης 8% το 2021).
Πάντως για τον μήνα Δεκέμβριο, ο κατώτατος μισθός έχει απολέσει το 10,4% της αγοραστικής του δύναμης μόνο από τρεις βασικές κατηγορίες δαπανών (για στέγαση, μεταφορές και τρόφιμα).
Αν στους επόμενους μήνες συνεχιστεί το κύμα ακρίβειας, τότε η απώλεια του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα λάβει δραματικές διαστάσεις.
Αυτό λοιπόν που απαιτείται είναι όχι μια ακόμη μικρή ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά μια γενναία αύξησή του η οποία μάλιστα θα πρέπει να διαχυθεί στη συνέχεια οριζόντια στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό της σημαντικής αυτής αύξησης του κατώτατου μισθού πρέπει να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων αλλά και των νέων κλαδικών συμβάσεων, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αγοραστικής δύναμης του συνόλου των εργαζομένων. Στη συνέχεια πατώντας πάνω σε αυτήν, τα συνδικάτα ανά κλάδο και επιχείρηση θα μπορούν να διεκδικήσουν περαιτέρω αυξήσεις σύμφωνα με την παραγωγικότητα και τα κέρδη του κάθε κλάδου και της επιχείρησης αντίστοιχα.
Ο κατώτατος μισθός πρέπει να ανέλθει στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης (809 ευρώ) για να μπορέσει να διασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης στον έλληνα εργαζόμενο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το 2020 ο μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης της Ελλάδας είχε την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, η οποία ήταν σχεδόν ίση με της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας. Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ιανουάριος 2022).
Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω δεδομένα είναι πλέον φανερό ότι είναι επείγουσα η ανάγκη μιας ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας, η οποία πρέπει να μην υπολείπεται της μέχρι σήμερα απώλειας της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από το κύμα ακρίβειας και να μην υστερεί σε σχέση με το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Όσο το ύψος του κατώτατου μισθού συνεχίζει να διατηρείται σε χαμηλότερα επίπεδα, τόσο τα προβλήματα υλικής αποστέρησης και κινδύνου φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στη χώρα μας θα συνεχίζουν να υφίστανται και να οξύνονται.
Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό.
Τα συνδικάτα και όλες οι προοδευτικές συλλογικότητες του τόπου πρέπει να αγωνιστούν ώστε η αύξηση του κατώτατου μισθού να υπηρετήσει τελικά τον βασικό σκοπό ύπαρξής του και να προστατέψει ουσιαστικά τους εργαζόμενους της χώρας μας από την φτωχοποίηση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ieidiseis.gr